- αἰδοιολείκτης
- αἰδοιολείκτηςcunnilingusmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιδοιολείκτης — αἰδοιολείκτης, ο (Α) αυτός που λείχει, που γλείφει τα αιδοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰδοῖα + λείκτης < λείχω «γλείφω»] … Dictionary of Greek
αιδοίο — Τα γεννητικά όργανα της γυναίκας. Περιλαμβάνει τα εξωτερικά γεννητικά της όργανα, δηλαδή το εφηβαίο ή όρος της Αφροδίτης, τα μεγάλα και τα μικρά χείλη (ή νύμφες), μεταξύ των οποίων βρίσκεται ο πρόδομος, η κλειτορίδα, το έξω στόμιο της ουρήθρας,… … Dictionary of Greek
αισχρολοιχός — αἰσχρολοιχός, ο (Μ) αυτός που ασελγεί με το στόμα, ο αιδοιολείκτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + λοιχὸς < λείχω «γλείφω»] … Dictionary of Greek
αισχροποιός — αἰσχροποιός, όν (Α) 1. αυτός που διαπράττει αίσχη 2. ο αιδοιολείκτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + ποιὸς < ποιῶ. ΠΑΡ. αρχ. αἰσχροποιῶ μσν. αἰσχροποιία] … Dictionary of Greek
σκερός — Α (κατά τον Ησύχ.) «αἰδοιολείκτης». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek